μελανούρι

μελανούρι
τό
1) меланури (рыба); 2) смугля|к, -нка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μελανούρι" в других словарях:

  • μελανούρι — το ιού 1. είδος ψαριού, το μαυρόψαρο: Ψαρέψαμε μελανούρια. 2. μτφ., όμορφο μελαχρινό κορίτσι ή αγόρι: Τι μελανούρι είσαι εσύ! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μελανούρι — το 1. κοινή ονομασία τού ψαριού Oblada melanura 2. προσωνυμία όμορφου, σφριγηλού, μελαχρινού ανθρώπου, κυρίως κοριτσιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μελανούριον, υποκορ. τού αρχ. μελάνουρος*] …   Dictionary of Greek

  • -ούρι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής από μσν. κατάλ. ούρι(ο)ν που σχηματίστηκε από ουσ. σε ουρος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μελάν ουρος > μελαν ούρι, παλί ουρος > παλι oύρı, κόντ ουρος > κοντ ούρι) και επεκτάθηκε και σε ονόματα που δεν… …   Dictionary of Greek

  • μελάνουρος — ο (Α μελάνουρος, ανώμ. θηλ. μελανουρίς, ίδος) το μελανούρι αρχ. 1. είδος ιοβόλου φιδιού 2. φρ. πυθαγόρειο απόφθεγμα) «μὴ γεύεσθαι μελανούρων» να μη συναναστρέφεσθε με μαύρους, δηλαδή με τους κακοήθεις ανθρώπους (Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος …   Dictionary of Greek

  • σπάρος — Ψάρι της οικογένειας των Σπαριδών. Έχει μήκος έως 20 εκ., χρώμα γενικά ορειχάλκινο με αργυρόχρωμες αποχρώσεις και στην ουρά του μια σκοτεινόχρωμη κηλίδα με μορφή δαχτυλιδιού. Το ουραίο και πυγαίο (οπίσθιο) πτερύγιο του έχουν ζωηρό κίτρινο χρώμα.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»